επιδοτήριο(ν)

επιδοτήριο(ν)
το расписка о вручении

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιδοτήριο(ν)" в других словарях:

  • επιδοτήριο — το έγγραφο που συντάσσεται από το αρμόδιο όργανο και πιστοποιεί την επίδοση επισήμου εγγράφου …   Dictionary of Greek

  • επιδοτήριο — το έγγραφο που συντάσσεται από δικαστικό κλητήρα ή διοικητικό υπάλληλο και πιστοποιεί την επίδοση, το αποδεικτικό επίδοσης εγγράφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»